«Η μοναξιά
είναι γένους αρσενικού»
Ανελέητα τα μύχια αποκαλύπτονται με λέξεις δωρικές, σχεδόν στακάτες, προβάλλοντας με παράπονο τη ματαιότητα της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης. Τα ανθρώπινα όρια, η ανεπάρκεια, οι πράξεις που γεννούν την ενοχή, ο χρόνος που κυλά, η θνητότητα και ο μαρασμός απασχολούν τον ποιητή βασανιστικά μα και απολυτρωτικά.
«Ό,τι μου στερώ
επιστρέφει πάνοπλό»
Τα στοιχεία της φύσης (η θάλασσα, το φως, ο αέρας, η γη) επιδρούν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του Σαράτση κάνοντας την ποίηση του σαρκικά γήινη. Οι λέξεις σωματοποιούνται, γίνονται ένα με το χώμα και την ύπαιθρο που αποτελεί για εκείνον τη χαμένη και ίσως μοναδική του επίγεια Ιερουσαλήμ.
«Μυρίζω κωνοφόρα και δακρύζω»
Με δέος θρησκευτικό οι στίχοι του ποιητή εξυψώνονται σαν λιβάνι, σεπτή προσφορά στον βωμό όσων πέρασαν, θυσία στα «αγιασμένα λείψανα προγόνων» και σε παιδικές σαρκοφάγους, προσπαθώντας να αγγίξουν μέσω της σιωπής, της μοναξιάς και της ταπείνωσης το ακατανόητο της ανυπαρξίας και της «ανελέητης διάβρωσης.»
«βουνά υπήρξαν
οι δικοί μου πρόγονοι»
Οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις που χρησιμοποιεί ο Σαράτσης σε μία ποίηση βαθύτατα σωματοποιημένη κι αισθαντικά πνευματική φέρουν το βάρος της ζωοδόχου ανάσας, τον παλμό των γυμνών του πελμάτων πάνω στο νωπό χώμα των πατρογονικών χωραφιών, εκεί που η ευθραυστότητα της σάρκας συναντά την προαιώνια Αλήθεια του. Αν και το τέλμα φαντάζει αναπόφευκτο «Τίποτα δεν καταφέραμε τόσους αιώνες» ο ποιητής επιμένει να γράφει ποίηση όταν οι λέξεις σιωπούν εξορκίζοντας το άχθος της ενήλικης ζωής, αναζητώντας την χαμένη παιδικότητα.
* δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό fractalart, 22 Ιουλίου 2023